- επαγροσυνη
- ἐπαγροσύνηἐπ-ᾱγροσύνη(ῠ) ἥ удачный лов Theocr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επαγροσύνη — ἐπαγροσύνη, η (Α) η καλή τύχη στο κυνήγι ή στο ψάρεμα … Dictionary of Greek
ἐπαγροσύνην — ἐπαγροσύνη good luck in hunting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)